- μυρτοπέταλον
- μυρτο-πέτᾰλον, τό,A = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4, Plin.HN27.113.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρτοπέταλον — μυρτοπέταλον, τὸ (Α) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + πέταλον] … Dictionary of Greek
μυρτοπέταλον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek